- τηλεμετρία
- η, Ντεχνολ. αυτοματοποιημένη τηλεπικοινωνιακή διεργασία μέσω τής οποίας εκτελούνται μετρήσεις και συλλέγονται άλλα πληροφοριακά στοιχεία σε απομακρυσμένα ή απρόσιτα σημεία και διαβιβάζονται σε συσκευές λήψεως για παρακολούθηση, παρουσίαση και καταγραφή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telemetry < telemeter (βλ. τηλέμετρο)].
Dictionary of Greek. 2013.